χαμαλίτικος

χαμαλίτικος
-η, -ο, Ν
χαμάλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. -ίτικος (πρβλ. ανατολ-ίτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαλίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαμάλη, χαμάλικος: Αυτή είναι χαμαλίτικη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμάλικος — η, ο, Ν [χαμάλης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε χαμάλη, χαμαλίτικος («χαμάλικη δουλειά»). επίρρ... χαμάλικα Ν με χαμάλικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χαμάλικος — η, ο βλ. χαμαλίτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”